- κνησιῷ
- κνησιάωdesire to scratchpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνησιώ — κνησιῶ, άω (Α) θέλω να ξυστώ, αισθάνομαι φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆσις. Λειτουργεί ως εφετικό τού κνῶ] … Dictionary of Greek
κνηστιώ — κνηστιῶ, άω (Α) 1. κνησιώ* 2. μτφ. ορέγομαι, ποθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνησιῶ* κατά τα εφετικά σε τιῶ] … Dictionary of Greek
κνησείω — (Α) κνησιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού κνῶ*] … Dictionary of Greek